ακατάγραπτος

ακατάγραπτος
-η, -ο (Α ἀκατάγραπτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάγραφτος, -η, -ο) [καταγράφω]
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταγραφεί σε κατάλογο, ο ακαταχώριστος
2. που δεν υπόκειται σε καταγραφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”